ρεβερέντζα

ρεβερέντζα
η
(λ. ιταλ.), βαθιά υπόκλιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρεβερέντζα — και ρεβεράντζα, η, Ν εθιμοτυπική υπόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. reverenza «υπόκλιση, σεβασμός» (< λατ. reverentia «σεβασμός» < reverens, entis, μτχ. τού revereor «σέβομαι»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”